- νείφω
- νείφω (Α)1. (συν. ως απρόσ. και σπαν. ως προσ.) νείφειχιονίζει2. μτφ. (μτβ.) ρίχνω κάτι σαν βροχή, σε μεγάλη ποσότητα («θεὸς νείφει τροφὰς ἀπ' οὐρανοῡ» Φίλ.)3. (και το μέσ. ως ενεργ.) νείφομαιχιονίζω, πέφτω σαν χιόνι («νιφάδος νειφομένας», Αισχύλ.)4. (το παθ.) βρέχομαι («σκεῡος ξύλινον νειφήσεται ὕδατι καὶ καθαρὸν ἔσεται», ΠΔ)5. παθ. νείφομαια) χιονίζομαι, καλύπτομαι από χιόνιβ) μτφ. ασπρίζουν τα μαλλιά μου («ὣς αὖτις πολιῷ γήραϊ νειφόμενον», Ανθ. Παλ.)6. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ νειφόμενοντο μάννα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *sneigwh-. Συνδέεται με ΙΕ τ. όπως αβεστ. snaēza- αρχ. άνω γερμ. snĩwit, αγγλ. snow, λατ. nΐvit, όλα με σημ. «χιονίζει»].
Dictionary of Greek. 2013.